- μακροϊόν
- τοχημ. μακρομοριακό χημικό είδος, φορτισμένο θετικά ή αρνητικά, το οποίο προκύπτει ως αποτέλεσμα ιοντισμού μιας ή περισσότερων ομάδων που ανήκουν σε ένα μακρομόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. macroion < macro- (< μακρ[ο]-*) + ion (< ἰόν, μτχ. τού εἶμι)].
Dictionary of Greek. 2013.